- κουβαρνταλίκι
- cömertlik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κουβαρνταλίκι — και κουβαρδαλίκι και χουβαρνταλίκι, το απλοχεριά, γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda lik] … Dictionary of Greek
κουβαρδαλίκι — το βλ. κουβαρνταλίκι … Dictionary of Greek
συναλίκι — το, Ν δοσοληψία, σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναλλαγή + κατάλ. λίκι (κατά τα κουβαρνταλίκι, νταηλίκι) με απλοποίηση] … Dictionary of Greek
χουβαρνταλίκι — το, Ν βλ. κουβαρνταλίκι … Dictionary of Greek
κουβαρδαλίκι — κουβαρδαλίκι, το και κουβαρνταλίκι, το και χουβαρδαλίκι, το (λ. τουρκ.), γενναιοδωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουβαρνταλίκι — χουβαρνταλίκι, το και κουβαρνταλίκι, το (λ. τουρκ.), γενναιοδωρία, ελευθεριότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)